επηρεασμό

επηρεασμό
etki, etkilenme

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλληλοπαθής — ές (Α ἀλληλοπαθής, ές) (Γραμμ.) αυτός που δηλώνει αμοιβαίο πάθος, αμοιβαίο επηρεασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλο * + παθής < ἔπαθον, πάσχω. ΠΑΡ. ἀλληλοπάθεια] …   Dictionary of Greek

  • επηρεάσιμος — η, ο [επηρεάζω] αυτός που επιδέχεται επηρεασμό …   Dictionary of Greek

  • κλάκα — η 1. τα χειροκροτήματα ή άλλες επιδοκιμαστικές ή αποδοκιμαστικές εκδηλώσεις εγκαθέτων, πληρωμένων συνήθως, σε θέατρο, συνέλευση ή άλλη συγκέντρωση, με σκοπό τη δημιουργία καλών ή κακών εντυπώσεων υπέρ ή κατά ηθοποιού ή ομιλητή και τον επηρεασμό… …   Dictionary of Greek

  • νομισματικός — ή, ό (Μ νομισματικός, ή, όν) [νόμισμα] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νόμισμα 2. το θηλ. ως ουσ. η νομισματική κλάδος τής αρχαιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη τών αρχαίων νομισμάτων και μεταλλίων 3. φρ. α) «νομισματική ανάλυση»… …   Dictionary of Greek

  • οικονομικός — ή, ό θηλ. και ιά (ΑΜ οἰκονομικός, ή, όν) [οικονόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικονομία (α. «οικονομική μελέτη» β. «η οικονομική κατάσταση όσο πάει και χειροτερεύει») 2. (για πρόσ.) συντηρητικός στις δαπάνες του, φειδωλός, λιτός… …   Dictionary of Greek

  • ολιγαιμία — η (Α ὀλιγαιμία) η ιδιότητα τού ολιγαίμου, η έλλειψη επάρκειας αίματος, ποσοτική ανεπάρκεια αίματος νεοελλ. ιατρ. ελάττωση τής ολικής ποσότητας τού κυκλοφορούντος αίματος χωρίς επηρεασμό τού αριθμού τών αιμοσφαιρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγαιμος. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • προκατάληψη — Ο όρος σημαίνει κρίση που δεν επαληθεύτηκε ή κρίση εκ των προτέρων με βάση σχήματα που έγιναν αποδεκτά, χωρίς κριτική σκέψη, από την κοινή παράδοση. Βασιζόμενη εξάλλου στην απλή γνώμη, η π. αποτελεί άκαμπτη στάση, επηρεαζόμενη από ένα… …   Dictionary of Greek

  • προπαγάνδα — Βάση της π. είναι ένας ιδιαίτερος τρόπος επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, με τον οποίο ο προπαγανδιστής μεταδίδει στο κοινό μια πληροφορία με περισσότερο ή λιγότερο υποβλητική αξία. Οι τόσο γενικοί όμως αυτοί όροι δεν εξηγούν την… …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την …   Dictionary of Greek

  • άνθρακας ή νόσος του άνθρακα — (Ιατρ.). Οξεία λοιμώδης νόσος που οφείλεται στο βακτηρίδιο ή βάκιλο του ά., μικρόβιο που παράγει σπόρους ανθεκτικότατους στους φυσικούς και χημικούς παράγοντες. Προσβάλλει συνήθως πρόβατα, χοίρους, βοοειδή και άλογα, και γι’ αυτό μπορεί να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”